Μπάνκο Ρίο: Η τέλεια ληστεία που έγινε ταινία και ντοκιμαντέρ στο Netflix
Μπήκαν από την κεντρική είσοδο, πήραν 20 εκατομμύρια δολάρια, έφυγαν σαν κύριοι και πιάστηκαν με τον πιο αστείο τρόπο.
Πολλές ληστείες έχουν γίνει ταινία, αλλά η ληστεία στην τράπεζα Μπάνκο Ρίο, στο προάστιο Ακασούσο του Μπουένος Άιρες, είναι με διαφορά η πιο θεαματική στην ιστορία του εγκλήματος.
Στις 13 Ιανουαρίου 2006, μια ομάδα κακοποιών εισέβαλε στην τράπεζα από την κύρια είσοδο και αφού εξουδετέρωσε τον φύλακα, πήρε ομήρους όλους τους πελάτες και το προσωπικό. Η είδηση ταξίδεψε γρήγορα: τηλεοπτικές κάμερες, δημοσιογράφοι και το αδηφάγο τηλεοπτικό κοινό συντονίστηκαν αμέσως στο «δράμα». Όμως η ληστεία αυτή είχε σχεδιαστεί μήνες πριν, και πίσω από το σχέδιο βρισκόταν ένας άνδρας που δεν του ταίριαζε το κλισέ του «ληστή».
Ο «διανοούμενος» αρχιληστής
Ο Φερνάντο Αραούχο δεν ήταν τυπικός εγκληματίας. Ήταν ένας άνθρωπος με ενδιαφέροντα που έμοιαζαν αντιφατικά: άκουγε κλασική μουσική, διάβαζε φιλοσοφία, απέφευγε τις πολλές κοινωνικές επαφές και προτιμούσε να ζει απομονωμένα, με τα παντζούρια κλειστά.
Παράλληλα όμως ήταν προσεκτικός, μεθοδικός και με ότι καταπιανόταν ήταν σχολαστικός. Το τελευταίο του project ήταν πώς θα έφευγε από μια τράπεζα με τη λεία και χωρίς θύματα. Τρία χρόνια πριν την ληστεία στην Μπάνκο Ρίο, είχε νοικιάσει ένα σπίτι πολύ κοντά στην περιοχή και είχε ξεκινήσει να εξερευνά συστηματικά το δίκτυο αποχέτευσης της περιοχής. Εκεί είδε την ευκαιρία: ένα πολύπλοκο δίκτυο τούνελ που μπορούσε να του δώσει ακριβώς αυτό που χρειαζόταν: μια διαδρομή από και προς την τράπεζα.
Οι ρόλοι της ομάδας και οι ειδικές δεξιότητες
Το σχέδιο δεν ήταν έργο ενός μόνο μυαλού. Ο Αραούχο γύρω του συγκέντρωσε ανθρώπους με πολύ συγκεκριμένες δεξιότητες. Ο Σεμπαστιάν Μπόλστερ, παιδικός φίλος και μηχανικός, ήταν ο τεχνικός πυλώνας: με γνώσεις, επινοητικότητα και επιμονή έλυσε τα πρακτικά προβλήματα του εγχειρήματος. Έκανε τις απαιτούμενες μετρήσεις, βρήκε την κατάλληλη γωνία του τούνελ που θα έδινε πρόσβαση στην τράπεζα, βρήκε τα εργαλεία και κατασκεύασε ό,τι χρειάστηκε για να ανοίξουν θυρίδες χωρίς θόρυβο. Ο Μπόλστερ δεν ήταν εγκληματίας εκ φύσεως — ήταν ένας άνθρωπος που είχε δει την οικογένειά του να καταστρέφεται οικονομικά από το κραχ των τραπεζών και ήθελε εκδίκηση.
Για να γίνει όμως η ληστεία έπρεπε να βρεθούν χρήματα και πρόσωπα που θα αναλάμβαναν τους υπόλοιπους ρόλους. Ένα γνωστό πρόσωπο του υποκόσμου, ο Λουίς Μάριο Βιτέτε Σεγιάνες, μπήκε στην επιχείρηση ως χρηματοδότης και διαπραγματευτής. Η εμπειρία του από ληστείες και τα χρήματα που έβαλε έλυσαν οικονομικά προβλήματα και έδωσαν την απαραίτητη κάλυψη για προμήθειες και εξοπλισμό. Σύντομα προστέθηκαν και άλλα πρόσωπα από το κοινό έγκλημα, ώστε η ληστεία να είναι θεαματική αλλά όχι βίαιη.
Πώς «εξουδετέρωσαν» το σύστημα συναγερμού
Η προετοιμασία ήταν σχολαστική. Δεν αρκούσε μόνο το τούνελ: έπρεπε να βρεθεί τρόπος να παρακάμψουν το σύστημα συναγερμού, να ανοίξουν τις θυρίδες γρήγορα και αθόρυβα, να βρουν οχήματα διαφυγής και τρόπο να σκεπάσουν ίχνη. Οι δοκιμές στο υπέδαφος έδειξαν ότι δεν θα μπορούσαν να δουλέψουν με απλά εργαλεία — χρειάζονταν τρυπάνια και γεννήτριες, ειδικά κομπρεσέρ και ένα σχέδιο για το πώς θα έβγαιναν στην επιφάνεια χωρίς να τους εντοπίσουν. Ο Μπόλστερ, με απλές μαθηματικές μεθόδους και ευρηματικά κόλπα, κατάφερε να βρει την ακριβή έξοδο που θα έβγαζε το πλήρωμα στους υπονόμους δίπλα στην τράπεζα.
Η μέρα της ληστείας ήταν οργανωμένη στο έπακρο: Η ομάδα μπήκε στο υποκατάστημα με ηρεμία και χωρίς να προκαλέσει πανικό. Από την πρώτη κιόλας στιγμή άρχισαν τις διαπραγματεύσεις με την αστυνομία για να κερδίσουν χρόνο. Την ώρα που κάποιοι φυλούσαν τους ομήρους, οι υπόλοιποι στο υπόγειο άνοιγαν θυρίδες. Η πιο κρίσιμη φάση της ληστείας είχε τα πάντα: ειδικά εργαλεία, κόλλα στα δάχτυλα για να μην αφήσουν αποτυπώματα, τρίχες από κουρείο που πετάχτηκαν για να δυσκολέψουν οποιαδήποτε ανάλυση DNA, αλλά και ψεύτικα όπλα ώστε να μην τους αποδοθούν βαρύτερες κατηγορίες.
Διαφυγή μέσα από υπονόμους και ευφάνταστες λύσεις
Η έξοδος από το υπόγειο ήταν εξίσου μελετημένη. Με μικρές βάρκες και έναν προκαθορισμένο χώρο εξόδου, τα μέλη έφτασαν σε ένα όχημα που τους περίμενε. Το τελευταίο ήταν προσαρμοσμένο με μια οπή στο πάτωμα, μια λεπτομέρεια που μαρτυρά την ακρίβεια του σχεδίου. Μέχρι τη στιγμή που η αστυνομία προχώρησε στην έφοδο, οι δράστες είχαν ήδη χαθεί στην πόλη, αφήνοντας πίσω τους 23 ομήρους σώους και μια τρύπα που μελετήθηκε επί εβδομάδες.
Η ανθρώπινη αδυναμία που οδήγησε στη σύλληψη
Ο ενθουσιασμός, όμως, δεν κράτησε, καθώς τον κέρδισε η άπληστη ανθρώπινη φύση. Μια τσάντα με χρήματα χάθηκε και από την απώλεια ξεκίνησε η αλυσίδα που οδήγησε στη σύλληψη του Αραούχο. Σχέσεις, προδοσίες και προσωπικά πάθη έπαιξαν καθοριστικό ρόλο: η σύζυγος ενός από τους συνεργούς παραδέχτηκε ότι είχε αρπάξει μέρος των χρημάτων κι έτσι οι διαμάχες κατέληξαν σε καταγγελίες. Οι αρχές, με πληροφορίες και μαρτυρίες του συγκεκριμένου ατόμου, άρχισαν να ξετυλίγουν το κουβάρι. Μέρος της λείας δεν βρέθηκε ποτέ, όμως πολλοί από τους πρωταγωνιστές καταδικάστηκαν και πέρασαν χρόνια στη φυλακή.
Η υπόθεση έγινε λαϊκός θρύλος, θέμα κινηματογραφικής ταινίας και ντοκιμαντέρ στο Netflix. Το 2024, μάλιστα, οι αρχές απέτρεψαν μια προσπάθεια που έμοιαζε υπερβολικά με τη μέθοδο του Μπάνκο Ρίο για να θεωρηθεί σύμπτωση. Η τέχνη και η επινοητικότητα των επικεφαλής της συγκεκριμένης ληστείας – και ειδικά του Αραούχο – συνεχίζουν να αποτελούν μάθημα για επίδοξους ληστές.